ὄρδ[η]μα

ὄρδ[η]μα
ὄρδ[η]μα· ἡ τολύπη τῶν ἐρίων, Hsch. [full] ὄρδικον· τὸν χιτωνίσκον (Parian word), Id. [full] ὀρδῠλεύω,
A = μοχθέω, Id. s.v. ὠρδυλευσάμην.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όρδ(η)μα — ὄρδ[η]μα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με λατ. οrdior «βάζω στο στημόνι, αρχίζω να υφαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… …   Dictionary of Greek

  • όρδικον — ὄρδικον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Παρίους) «τὸν χιτωνίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὄρδ[η]μα, παραμένει όμως δυσερμήνευτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”